καταβολεύω

καταβολεύω
και καταβολιάζω [καταβολάς]
φυτεύω στη γη καταβολάδες για να φυτρώσει νέο φυτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακαταβόλευτος — η, ο [καταβολεύω] ο ακαταβόλιαστος …   Dictionary of Greek

  • καταβόλεμα — και καταβόλευμα, το [καταβολεύω] ο πολλαπλασιασμός φυτού με καταβολάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”